- ψαμμιακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαμμίαση2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψαμμίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -ιακός (πρβλ. πορθμ-ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Φοίβος].
Dictionary of Greek. 2013.